αψήφιστα

αψήφιστα
επίρρ. пренебрежительно;

τό παίρνω αψήφιστα — относиться пренебрежительно, не принимать во внимание, не придавать значения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αψήφιστα" в других словарях:

  • αψήφιστος — η, ο (Α ἀψήφιστος, ον) [ψηφίζω] νεοελλ. Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής 2. ταπεινός, άσημος 3. περιφρονημένος 4. απρεπής, ανάρμοστος 5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί II. επίρρ. αψήφιστα 1. με αδιαφορία και περιφρόνηση 2. ασυλλόγιστα αρχ. εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • αψήφιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ψήφισε: Μείναμε αψήφιστοι, γιατί φτάσαμε αργά. 2. αυτός που δεν ψηφίστηκε: Αψήφιστος έμεινε κι από τους συγγενείς του ακόμη. 3. ριψοκίνδυνος: Ο καπετάνιος ήταν άνθρωπος αψήφιστος. 4. ανάξιος λόγου, ασήμαντος: Σπίθα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»